Μπάλα βλέπω ακόμα. Από την τηλεόραση.
Στις κερκίδες όμως ούτε κάθισα, ούτε πάτησα, εδώ και πολλά χρόνια.
Τότε τα παιδιά μπαίναμε δωρεάν, ένα με κάθε ενήλικα – “φέρτο παιδί θα μπει μαζί μου” όταν είμασταν πολλοί οι μικροί – άγραφος νόμος που κανένας υπάλληλος στο στάδιο δεν αμφισβήτησε ποτέ.
Ποτέ δεν ακολουθήσαμε την ομάδα εκτός έδρας. Πάντα “εντός”, πάντα κάτω από το Ρολόι, απέναντι στον ήλιο. Στις τσιμεντένιες κερκίδες – γιατί όχι;
Πάντα ήθελα να δείρω τους ανόητους – και κουφούς – μπροστά που σηκώνονταν όρθιοι από την αναθεματισμένη τους ανυπομονησία, από το πρώτο λεπτό και τα θύματα είμασταν εμείς, οι Μικροί, και οι Κοντοί που χάναμε τον Αγώνα.
Στο γήπεδο μέσα περνούσαμε κανά τετράωρο.
Πρώτοι να πάρουμε θέση στο πάρκινκ, πρώτοι θέση στην κερκίδα – δεν ήταν αριθμημένες τότε, και αριθμημένες να ήταν εισιτήριο δεν είχαμε, και εισιτήριο να είχαμε πως να αριθμήσεις τους αμέτρητους; Δεν είμασταν δα και στο ξενοδοχείο του Χίλμπερτ, σε γήπεδο είμασταν.
Πρώτα να δούμε τα “τσικό” και μετά την Ομάδα.
Έτσι με έβαζαν να παίρνω και τα τετράδια μου εκεί να κάνω τα μαθήματα της Δευτέρας. Εκεί έγραψα εκθέσεις κυριολεκτικά στο γόνατο, στην κερκίδα. Και φυσικά όταν γράφεις έκθεση το συχνότερο πράμα που κάνεις είναι να κοιτάς από δω και από κει.
Πολλές φορές αντί αυτούς που έπαιζαν στο γήπεδο, παρακολουθούσα τους γύρω μου – όλοι κάπνιζαν. Παρατηρούσα πώς κάπνιζαν, πώς κερνούσε ο ένας τσιγάρο τον άλλο, πώς το έπαιρνε από μόνος του, από το πακέτο στην τσέπη του άλλου.
Ρυθμικά στέλλαμε τη μήνιν μας, φωναχτά οι βωμολόχοι, τηλεπαθητικά οι ευπρεπείς και οι συνοδευόμενοι, στον ταξικό εχθρό απέναντι που εκτός από σκιά το κεφάλι τους, απολάμβανε και πλαστική καρέκλα ο κώλος τους – ενώ με την προβοκατόρικη φαντασία μου άκουγα ως και τα πλόπ-πλόπ από τις σαμπάνιες που άνοιγαν τα βουτυρόπαιδα και οι βουτυρομπαμπάδες τους λες και βγήκαν για τις ιπποδρομίες του Ντέρπι ή τα γήπεδα του τέννις στο Γουΐμπλετον.
Αλλά ήξερα κόλπα.
Δυό φορές το ημίχρονο – όχι παραπάνω – έφευγα μακρυά από την οικογενειακή συνοδεία, δήθεν προς νερού, για να βρίζω με τους άλλους άνετα, φωναχτερά και με χερονομίες, συμμετέχοντας – αθώος τότε – σε αυτό το μαζικό όργιο διακόρευσης της αδελφής του τάδε κορακίου, της μάνας του δείνα παίκτη κτλ. κτλ. σε εξωτικές στάσεις γηπεδικού καμασούτρα που οι πιο πολλές σίγουρα βρίσκονται στο λήμμα “πρωκτικό ξεφάντωμα: προκαταρκτικά και παρενέργειες”.
Αλλά ξεφεύγω από αυτό που ήθελα να γράψω εξ αιτίας ακόμα ενός ευρωπαϊκού / παγκοσμίου κυπέλλου:
Το ποδόσφαιρο με το οποίο εγώ μεγάλωσα ήταν από άκρη σε άκρη του, στην προθέρμανση, στα 90 λεπτά, στην παράταση και στα πέναλτυ, πολιτικό.
Και ακόμα, για αρκετά αν όχι για τα περισσότερα κυπριακά σωματεία, οι υποστηρικτές τους, τα μέλη τους, η διοίκηση τους ακόμα και οι ποδοσφαιριστές τους (αυτοί όχι σήμερα πάντως) ήταν ταξικά κατανεμημένοι.
Αύριο το επόμενο μέρος.
ΑΧΠ
———
Για την Ουέφα ήθελα να γράψω, που λογόκρινε με συνοπτικές διαδικασίες την εικόνα αυτών που μπαίνουν στα γήπεδα γυμνοί ή ενδεδυμένοι για να διαμαρτυρηθούν ή να τραβήξουν την προσοχή.